- όζω
- (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω)1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.)2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.)(μσν-αρχ.)1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή («ὀσμὴ δ' ἡδεῑα ἀπὸ κρητήρος ὀδώδει», Ομ. Οδ.)2. έχω τη μυρωδιά κάποιου πράγματος, μυρίζω κάτι3. (συχνά ως απρόσ.) ὄζειαναδίδεται οσμή, μυρίζει («ὄζει ἡδὺ τῆς χρόας», Αριστοφ.)·[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὄζω (< *οδ-jω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *od- «αισθάνομαι, μυρίζω» (πρβλ. οσφραίνομαι) και συνδέεται με λιθουαν. uodžiu «αισθάνομαι» και λατ. οlο / oleo (με -l- αντί -δ-). Ο παρακμ. ὄδ-ωδ-α (πρβλ. αρμ. hototim) με αττικό διπλασιασμό (πρβλ. όπ-ωπ-α) έχει σχηματιστεί από το θ. οδ- τού ρήματος με έκταση τού -ο- σε -ω- σύμφωνα με τον νόμο τής «ρυθμικής εκτάσεως». Σε έκταση λόγω συνθέσεως, εξάλλου, οφείλεται το -ω- τών συνθ. σε -ώδης (πρβλ. ευ-ώδης, αιματ-ώδης)βλ. λ. -ώδης. Για τα παράγωγα οσμή / οδμή βλ. λ. οσμή.ΠΑΡ. όζαινα, οσμήαρχ.οδμή, οζαίνομαι, όζη (III), οζηλίς, Οζόλαι, όζολις, Οζολίςαρχ.-μσν.οζώδης (ΙΙ)νεοελλ. όζον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. οζόστομοςαρχ.-μσν.οζοθήκημσν.οζόχρωτοςνεοελλ.οζογαλή, οζοκηρίτης(Β' συνθετικό ρ. όζω) απόζωαρχ.εξόζω, επόζω, κατόζω, προσόζω, συνεξόζω, συνόζω, υπόζω(Β' συνθετικό -όζος) αρχ. άνοζος, άοζος, βαρύοζος, δείσοζος, διόζος, ολίγοζος, πεντάοζος, πέντοζος, πολύοζος, τρίοζος].
Dictionary of Greek. 2013.